- συντηρώ
- συντηρώ, συντήρησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συντηρώ — (I) άω, Ν παρατηρώ με προσοχή, παρακολουθώ («στα δάση που προπάτειενε συντήραν ένα ένα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τηρώ «βλέπω»]. (II) συντηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάσσω, προφυλάσσω (α. «χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να τά συντηρήσεις» β … Dictionary of Greek
συντηρώ — συντήρησα, συντηρήθηκα, συντηρημένος 1. διατηρώ στη ζωή: Τη συντηρεί ο γιος της. – Δεν έχει τα μέσα να συντηρηθεί. 2. φυλάγω κάτι στην κατάσταση που βρίσκεται: Ειδική υπηρεσία συντηρεί τα αρχαία μνημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατηρώ — (AM διατηρῶ, έω) [τηρώ] 1. διαφυλάσσω, συντηρώ 2. (για πρόσωπα) φυλάσσω σώο, διασώζω 3. κατέχω, φυλάσσω για πολύ χρόνο νεοελλ. 1. συντηρώ με χρήματα μου, διατρέφω 2. διασώζω από τη φθορά, κρατώ αμετάβλητο 3. (για τρόφιμα) προφυλάσσω από την… … Dictionary of Greek
διοικώ — (AM διοικῶ, έω) [οικώ] 1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι 2. επαρκώ, φτάνω αρχ. μσν. είμαι επίτροπος μσν. 1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου 2. (για φατρίες τού Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
διατηρώ — διατήρησα, διατηρήθηκα, διατηρημένος 1. συντηρώ κάτι: Διατηρεί το σπίτι σε πολύ καλή κατάσταση. 2. διαφυλάττω: Διατήρησε τις αρχές του σε όλη του τη ζωή. 3. διατηρούμαι, συντηρούμε σε καλή κατάσταση: Διατηρείται καλά για την ηλικία του. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλσοκομώ — ἀλσοκομῶ ( έω) (Α) [ἀλσοκόμος] συντηρώ, περιποιούμαι άλσος … Dictionary of Greek
ανέχω — ἀνέχω (AM) [ανέχομαι (AM ἀνέχομαι)] Ι. ενεργ. υποβαστάζω, συγκρατώ αρχ. 1. σηκώνω, ανασηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά 2. υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ 3. αναχαιτίζω, ανακόπτω 4. ανεβαίνω, αναδύομαι, εμφανίζομαι 5. (για γεγονότα) συμβαίνω 6. βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek
ανατρέφω — (και θρέφω) (AM ἀνατρέφω) 1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά 2. διαπαιδαγωγώ 3. επιστατώ, επιβλέπω αρχ. 1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα 2. (παθ., ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια … Dictionary of Greek